ανεμητος

ανεμητος
    ἀνέμητος
    ἀ-νέμητος
    2
    1) неразделенный, нераспределенный
    

(οὐσία Aeschin., Dem.; κοινὸς καὴ ἀ. Plut.)

    2) не получивший надела, обделенный, обездоленный
    

(ὄχλος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανεμητος" в других словарях:

  • ανέμητος — ἀνέμητος, ον (Α) [νέμω] 1. αδιανέμητος, αμοίραστος 2. μη δεκτικός διαίρεσης, αδιαίρετος 3. (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης …   Dictionary of Greek

  • ἀνέμητον — ἀνέμητος not distributed masc/fem acc sg ἀνέμητος not distributed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμήτοις — ἀνέμητος not distributed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμήτου — ἀνέμητος not distributed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμήτους — ἀνέμητος not distributed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμητα — ἀνέμητος not distributed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»